- αιολόφωνος
- αἰολόφωνος, -ον (Α)ο ποικιλόφωνος, αυτός που έχει ποικιλία στους τόνους τού τραγουδιού του.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + -φωνος < φωνή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰολόφωνον — αἰολόφωνος with changeful notes masc/fem acc sg αἰολόφωνος with changeful notes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολοφώνου — αἰολόφωνος with changeful notes masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek